πληθωρικόν

πληθωρικόν
πληθωρικός
plethoric
masc acc sg
πληθωρικός
plethoric
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πληθωρικός — ή, ό / πληθωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθώρα] αυτός που έχει πληθώρα αίματος, παθολογική αύξηση τού ὁγκου τού αίματος (α. «πληθωρικά φαινόμενα» β. «πληθωρικὴ διάθεσις» γ. «πληθωρικὸν νόσημα», Γαλ.) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζει έντονα, ζωηρά ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”